- παχυσκελής
- πᾰχυ-σκελής, ές,A thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχυσκελής — thick legged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσκελής — ές, Α αυτός που έχει παχιά, χοντρά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής] … Dictionary of Greek
παχυσκελῆ — παχυσκελής thick legged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παχυσκελής thick legged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παχυσκελής thick legged masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσκελεῖς — παχυσκελής thick legged masc/fem acc pl παχυσκελής thick legged masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσκελές — παχυσκελής thick legged masc/fem voc sg παχυσκελής thick legged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek